Η Αθήνα ετοιμάζεται για τη συναυλία της Μαντόνας, ένα αναμφισβήτητα μεγάλο γεγονός, καλλιτεχνικό, αλλά και τουριστικό, αφού στην ελληνική πρωτεύουσα αναμένονται 16.000 αλλοδαποί επισκέπτες και περίπου το 40% από αυτούς θα μείνουν για διακοπές και μετά τη συναυλία που είναι απλά ένα καλλιτεχνικό γεγονός. Δεν παράγει και δεν προάγει πολιτισμό αν και ουδείς θα ανέμενε κάτι τέτοιο..
Όταν προ ημερών ξεφύλλιζα μια εφημερίδα, το μάτι έπεσε πάνω σε ένα θεόσταλτο δίστιχο που έγραφε: «Η μακροζωία των ονείρων, η εργατικότης των ελπίδων». Κική Δημουλά το εποίησεν. Ισως η κορυφαία σύγχρονη Ελληνίδα ποιήτρια, την οποία πιθανώς να μην γνωρίζουν πολλοί Ελληνες.
Ηταν η βαθύτερη ανάγκη του υπογράφοντος και η τυχαία συνάντηση με το θεόσταλτο δίστιχο της κυρίας Δημουλά για να εκφράσει αυτές τις σκέψεις για αυτά παράγουν πολιτισμό. Η κυρία Δημουλά και πολλές άλλες κυρίες και κύριοι, σύγχρονοι ή παλαιότεροι που ζουν ή ζούσαν στην Ελλάδα και η βιομηχανία του θεάματος δεν τους προβάλει, παράγουν και παρήγαγαν πολιτισμό.
«Το λίγο του κόσμου», λέγεται η ποιητική συλλογή από την οποία προέρχεται το δίστιχο και όπως και άλλα ποιήματα της κυρίας Δημουλά αξίζει να το γνωρίσει κάποιος. Να ένα μικρό δείγμα από το ποίημα «Πέρασα»: «Πέρασα μέρες με βροχή\ εντάθηκα πίσω απ΄ αυτό το συρματόπλεγμα το υδάτινο\ υπομονετικά κι απαρατήρητα,\ όπως ο πόνος των δέντρων όταν το ύστατο φύλλο τους φεύγει\ κι όπως ο φόβος των γενναίων.\ Όχι, δεν είμαι λυπημένη.\ Πέρασα από κήπους, στάθηκα σε σιντριβάνια\ και είδα πολλά αγαλματίδια να γελούν\ σε αθέατα αίτια χαράς.\ Και μικρούς ερωτιδείς, καυχησιάρηδες.\ Τα τεντωμένα τόξα τους \βγήκανε μισοφέγγαρο σε νύχτες μου και ρέμβασα.\ Είδα πολλά και ωραία όνειρα \ και είδα να ξεχνιέμαι. \Όχι, δεν είμαι λυπημένη. \ Περπάτησα πολύ στα αισθήματα τα δικά μου και των άλλων\ κι έμενε πάντα χώρος ανάμεσά τους \ να περάσει ο πλατύς χρόνος. \
Πέρασα από ταχυδρομεία και ξαναπέρασα. \ Έγραψα γράμματα και ξαναέγραψα
και στο θεό της απαντήσεως προσευχήθηκα άκοπα.\ Έπιασα και φωτιά και σιγοκάηκα. \ Και δεν μου ‘λειψε ούτε των φεγγαριών η πείρα.\ Η χάση τους πάνω από θάλασσες κι από μάτια, σκοτεινή, με ακόνισε.\ Όχι, δεν είμαι λυπημένη.\ Όσο μπόρεσα έφερ’ αντίσταση σ’ αυτό το ποτάμι \ όταν είχε νερό πολύ, να μη με πάρει,
κι όσο ήταν δυνατόν φαντάστηκα νερό στα ξεροπόταμα και παρασύρθηκα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου